Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παμπάλαιος
πάμπαλιν
παμπάμων
πάμπαν
πάμπανῠ
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
πάμπλειστος
παμπλείων
παμπλήγδην
παμπληθεί
παμπληθής
παμπληθία
παμπληθύς
παμπληθύω
πάμπληκτος
παμπλήρης
παμπλούσιος
πάμπλουτος
παμποίκιλος
View word page
παμπλήγδην
παμ-πλήγδην, Adv. strengthd. for ἐμπλήγδην, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παμπλήγδην
Headword (normalized):
παμπλήγδην
Headword (normalized/stripped):
παμπληγδην
IDX:
77104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77105
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παμ-πλήγδην</span>, Adv. strengthd. for <span class="foreign greek">ἐμπλήγδην</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}