Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παλίρροιος
παλίρροος
παλίρροπος
παλίρροχθος
παλιρρύμη
παλίρρυτος
παλίσκιος
παλίσσυρτος
παλισσυτέω
παλίσσυτος
παλίστρεπτος
παλιτραχηλίζω
παλίωξις
πάλκος
πάλλα
πάλλαγμα
Παλλάδιον
παλλακεία
παλλακεύω
παλλακή
παλλακίδιον
View word page
παλίστρεπτος
πᾰλίστρεπτος, παλίστροφος,
A). v. παλίνστρεπτος, -στροφος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παλίστρεπτος
Headword (normalized):
παλίστρεπτος
Headword (normalized/stripped):
παλιστρεπτος
IDX:
76995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76996
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾰλίστρεπτος</span>, <span class="orth greek">παλίστροφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παλίνστρεπτος, -στροφος</span> .</div> </div><br><br>'}