Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παλίνστρεπτος
παλινστρόβητος
παλίνστροφος
παλινσύλλεκτος
παλίντιτος
παλιντοκία
παλίντονος
παλιντραπελία
παλιντράπελος
παλιντριβής
πάλιντριψ
παλιντροπάομαι
παλιντροπής
παλιντροπία
παλίντροπος
παλιντυπής
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδητέον
παλινῳδία
παλινῳδικός
View word page
πάλιντριψ
πᾰ/λιν-τριψ, ῐβος, , , = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πάλιντριψ
Headword (normalized):
πάλιντριψ
Headword (normalized/stripped):
παλιντριψ
IDX:
76964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾰ/λιν-τριψ</span>, <span class="itype greek">ῐβος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}