Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παλινοδία
παλινοιωνίαι
παλίνοπτα
παλινόρμενος
παλινόρμητος
παλίνορσος
παλίνορτος
παλινοστέω
παλινόστιμος
παλίνουρος
παλίνπιττα
παλινρύμη
παλινσάγης
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστατέω
παλινστομέω
παλινστραφής
παλίνστρεπτος
παλινστρόβητος
View word page
παλίνπιττα
πᾰλίν-πιττα· ἑφθὴ πίττα, Hsch.; cf. παλίμπισσα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παλίνπιττα
Headword (normalized):
παλίνπιττα
Headword (normalized/stripped):
παλινπιττα
IDX:
76945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76946
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾰλίν-πιττα·</span> <span class="foreign greek">ἑφθὴ πίττα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">παλίμπισσα</span>.</div><br><br>'}