Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παλινεκχυμενίτας
παλινέμπορος
παλίνζῳος
παλίνη
παλινηνεμία
παλινίδρυσις
παλινλιθηγία
παλίννοστος
παλινοδέομαι
παλινοδία
παλινοιωνίαι
παλίνοπτα
παλινόρμενος
παλινόρμητος
παλίνορσος
παλίνορτος
παλινοστέω
παλινόστιμος
παλίνουρος
παλίνπιττα
παλινρύμη
View word page
παλινοιωνίαι
πᾰλῐν-οιωνίαι· ἐκ δευτέρου μαντεῖαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παλινοιωνίαι
Headword (normalized):
παλινοιωνίαι
Headword (normalized/stripped):
παλινοιωνιαι
IDX:
76936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾰλῐν-οιωνίαι·</span> <span class="foreign greek">ἐκ δευτέρου μαντεῖαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}