Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παλιμπόρευτος
παλίμπορος
παλίμποτον
παλίμπους
παλιμπρατέω
παλιμπράτης
παλίμπρατος
παλιμπροδοσία
παλιμπροδότης
παλιμπρυμνηδόν
παλίμπρυμνον
παλιμπυγηδόν
παλίμπωλος
παλίμφημος
παλίμφοιτος
παλίμφρων
παλιμφυής
παλίμψηκτρον
παλίμψηστος
πάλιν
παλινάγγελος
View word page
παλίμπρυμνον
παλίμπρυμνον χώρησιν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παλίμπρυμνον
Headword (normalized):
παλίμπρυμνον
Headword (normalized/stripped):
παλιμπρυμνον
IDX:
76896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76897
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παλίμπρυμνον</span> <span class="foreign greek">χώρησιν</span>.</div><br><br>'}