Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παλιγκοτία
παλίγκοτος
παλιγκρισία
παλίγκτησις
παλίγκτιστος
παλίγκυρτος
παλίδορκος
παλίζεσθαι
παλικαμπής
Παλικοί
παλίλληπτος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίλλυτος
παλιμβάκχειος
παλιμβαλής
παλίμβαμος
παλίμβιος
παλιμβλαστής
παλιμβληθείς
View word page
παλίλληπτος
πᾰλίλ-ληπτος,
A). gloss on παλινάγρετος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παλίλληπτος
Headword (normalized):
παλίλληπτος
Headword (normalized/stripped):
παλιλληπτος
IDX:
76850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76851
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾰλίλ-ληπτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">παλινάγρετος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}