Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πάλῐ
παλιγγέλως
παλιγγενεσία
παλιγγενής
παλίγγλωσσος
παλίγγναμπτος
παλίγγνωστος
παλιγγραφία
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλίγκλαστον
παλιγκλινής
παλιγκοταίνω
παλιγκοτέω
παλιγκότησις
παλιγκοτία
παλίγκοτος
παλιγκρισία
παλίγκτησις
παλίγκτιστος
παλίγκυρτος
View word page
παλίγκλαστον
πᾰλίγ-κλαστον· σκολιόν, αὐστηρόν, δύστροπον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παλίγκλαστον
Headword (normalized):
παλίγκλαστον
Headword (normalized/stripped):
παλιγκλαστον
IDX:
76835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾰλίγ-κλαστον·</span> <span class="foreign greek">σκολιόν, αὐστηρόν, δύστροπον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}