Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνάτριψις
ἀνατροπεύς
ἀνατροπή
ἀνατροπιάζω
ἀνάτροπος
ἀνατροφεύς
ἀνατροφή
ἀνατροχάζω
ἀνατροχασμός
ἀνατρὺ/γάω
ἀνατρύζω
ἀναττικός
ἀνατυλίσσω
ἀνατυπόω
ἀνατύπτομαι
ἀνατύπωμα
ἀνατύπωσις
ἀνατυπωτικός
ἀνατυρβάζω
ἀναύγητος
ἀναυδάω
View word page
ἀνατρύζω
ἀνατρύζω,
A). v. ἀνατρίζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνατρύζω
Headword (normalized):
ἀνατρύζω
Headword (normalized/stripped):
ανατρυζω
IDX:
7675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7676
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνατρύζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνατρίζω.</span> </div> </div><br><br>'}