Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παιωνισμός
πακιάλιον
πακοτή
πακτά
πακτεύω
πάκτον
πακτοποιός
πακτόω
πάκτων
πακτωνίτης
πακτωνοποιός
πάκτωσις
πακτωτής
πάλα
παλαγμός
παλάθη
παλάθιον
παλαθίς
παλαθώδης
πάλαι
παλαιγενής
View word page
πακτωνοποιός
πακτ-ωνοποιός, , = foreg., PLond. 4.1419 , etc. (vi A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πακτωνοποιός
Headword (normalized):
πακτωνοποιός
Headword (normalized/stripped):
πακτωνοποιος
IDX:
76728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76729
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πακτ-ωνοποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 4.1419 </span>, etc. (vi A. D.).</div><br><br>'}