Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παίω
Παιών
Παιώνειος
παιωνία
παιωνιάς
παιωνίζω
παιωνικός
παιώνιος
παιωνισμός
πακιάλιον
πακοτή
πακτά
πακτεύω
πάκτον
πακτοποιός
πακτόω
πάκτων
πακτωνίτης
πακτωνοποιός
πάκτωσις
πακτωτής
View word page
πακοτή
πακοτή· ἀποσκότ<. . >, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πακοτή
Headword (normalized):
πακοτή
Headword (normalized/stripped):
πακοτη
IDX:
76720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πακοτή·</span> <span class="foreign greek">ἀποσκότ</span>&lt;. . &gt;, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}