Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνατριπλόω
ἀνατριπτέον
ἀνάτριπτος
ἀνατριχόομαι
ἀνάτριχος
ἀνατριχοφυέω
ἀνάτριψις
ἀνατροπεύς
ἀνατροπή
ἀνατροπιάζω
ἀνάτροπος
ἀνατροφεύς
ἀνατροφή
ἀνατροχάζω
ἀνατροχασμός
ἀνατρὺ/γάω
ἀνατρύζω
ἀναττικός
ἀνατυλίσσω
ἀνατυπόω
ἀνατύπτομαι
View word page
ἀνάτροπος
ἀνάτροπ-ος, ον, dub.l. in App.Anth. 4.104.15 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάτροπος
Headword (normalized):
ἀνάτροπος
Headword (normalized/stripped):
ανατροπος
IDX:
7669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7670
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνάτροπ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub.l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">App.Anth.</span> 4.104.15 </span>.</div><br><br>'}