παιδοτριβέω
παιδοτρῐβ-έω,
A). to be a gymnastic trainer, , 2.1224 SIG 577.25 (Milet., iii/ii B. C.), etc.
2). generally, train, exercise, educate, τινα ; 25.7 τινὰ ἔν τινι : metaph., 2.795e πεπαιδοτριβηκὼς τυραννίδα trained up, Comp.Dem.Cic. 4 :— Pass., ψυχῆς πεπαιδοτριβημένης ; 2.265 π. ἐπὶ στρατηγίᾳ παρά τινος Caes. 324d .