Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παιδοκόμος
παιδοκόραξ
παιδοκόρης
παιδοκράτωρ
παιδοκτίσω
παιδοκτονέω
παιδοκτονία
παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολέτρια
παιδολέτωρ
παιδολυμάς
παιδομαθής
παιδομαθία
παιδομανής
παιδομανία
παιδονομέω
παιδονομία
παιδονομικός
παιδονόμος
View word page
παιδολέτρια
παιδ-ολέτρια
,
ἡ
, = foreg.,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παιδολέτρια
Headword (normalized):
παιδολέτρια
Headword (normalized/stripped):
παιδολετρια
IDX:
76624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76625
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παιδ-ολέτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}