παῖγμα
παῖγ-μα, ατος, τό,
A). play, sport, λωτὸς ὅταν .. παίγματα βρέμῃ whene'er the pipe sounds its sportive strains, Ba. 161 (lyr.); Λύδια π. λύρας Lyr.Alex.Adesp. 37.15 .
II). 'child's play', τὸ τοιοῦτο π. τῶν λόγων Polystr. p.28 W.