Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πάγχαλκος
παγχαρής
πάγχορτος
πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρόνιος
πάγχροος
παγχρύσεος
πάγχρωμα
πάγχῠ
παγχυρισμός
παγώδης
παδάω
παδησχέαι
παδόεις
πάδος
πάζιον
παθαίνω
παθεινός
πάθη
πάθημα
View word page
παγχυρισμός
παγχυρισμός·
πολυσύγκριτος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παγχυρισμός
Headword (normalized):
παγχυρισμός
Headword (normalized/stripped):
παγχυρισμος
IDX:
76498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76499
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παγχυρισμός·</span> <span class="foreign greek">πολυσύγκριτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}