Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
παγκράτωρ
πάγκρεας
παγκρότως
παγκτησία
παγκτητικός
παγκύνιον
πάγκυφος
πάγνιον
πάγξενος
παγόλυτον
παγοπληξία
πάγος
πᾶγος
πάγουρος
πάγρος
παγχάλεπος
παγχάλκεος
παγχαλκεύς
View word page
πάγνιον
πάγνιον,
A). v. παγίδιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πάγνιον
Headword (normalized):
πάγνιον
Headword (normalized/stripped):
παγνιον
IDX:
76477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76478
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πάγνιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παγίδιον</span> .</div> </div><br><br>'}