Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πάγκλειτος
παγκλέπτης
παγκληρία
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίρανος
παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκόσμιος
πάγκοσμος
παγκράδη
πάγκρανον
παγκρατευτής
παγκρατής
παγκρατησία
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
παγκράτωρ
πάγκρεας
View word page
παγκράδη
παγ-κράδη· ἀπὸ τῆς κράδης τῶν σύκων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παγκράδη
Headword (normalized):
παγκράδη
Headword (normalized/stripped):
παγκραδη
IDX:
76461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παγ-κράδη·</span> <span class="foreign greek">ἀπὸ τῆς κράδης τῶν σύκων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}