Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
παγιότης
παγιόω
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
παγκάλλιστος
πάγκαλος
παγκάρπεια
παγκαρπία
πάγκαρπος
παγκατάμικτος
παγκαταπύγων
παγκατάρατος
παγκευθής
παγκ<λ>άδια
πάγκλαυστος
View word page
παγκάλλιστος
παγ-κάλλιστος, ον,
A). most beautiful, π. στέφανος τοῦ ἰδίου γένους IG 12(7).53.15 (Amorgos).


ShortDef

most beautiful

Debugging

Headword:
παγκάλλιστος
Headword (normalized):
παγκάλλιστος
Headword (normalized/stripped):
παγκαλλιστος
IDX:
76440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76441
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παγ-κάλλιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">most beautiful</span>, <span class="quote greek">π. στέφανος τοῦ ἰδίου γένους</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(7).53.15 </span> (Amorgos).</div> </div><br><br>'}