Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παγγλωσσία
παγγόνατον
πάγγυμνος
παγγυναικί
παγελός
παγερός
παγετός
παγετώδης
παγεύς
πάγη
παγηνός
παγιδάμεια
παγίδευμα
παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
παγιότης
παγιόω
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
View word page
παγηνός
παγηνός· ὁ ἐξ ὁδοιπορίας καὶ διωγμοῦ κονιορτός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παγηνός
Headword (normalized):
παγηνός
Headword (normalized/stripped):
παγηνος
IDX:
76427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76428
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παγηνός·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἐξ ὁδοιπορίας καὶ διωγμοῦ κονιορτός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}