Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀψοφόρος
ὀψῶνα
ὀψωνάτωρ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνητικός
ὀψωνία
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψωνιαστής
ὀψωνίζομαι
ὀψωνιοδόκος
ὀψώνιον
ὀψωνιοπώλης
π
πᾷ
πα
πᾶἁ
παγά
παγαίη
παγανικός
View word page
ὀψωνίζομαι
ὀψων-ίζομαι
,
A).
=
ὀψωνιάζομαι, παρὰ βασιλέων
Cat.Cod.Astr.
8(4).137
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀψωνίζομαι
Headword (normalized):
ὀψωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
οψωνιζομαι
IDX:
76384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76385
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀψων-ίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀψωνιάζομαι, παρὰ βασιλέων</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).137 </span>.</div> </div><br><br>'}