Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀψοπόνος
ὀψοπώλης
ὀψοπωλία
ὀψοπώλιον
ὄψος
ὀψοτράγος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψόφαγος
ὀψοφόρος
ὀψῶνα
ὀψωνάτωρ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνητικός
ὀψωνία
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψωνιαστής
ὀψωνίζομαι
ὀψωνιοδόκος
View word page
ὀψῶνα
ὀψῶνα· τὴν πρὸς τὸ ὀψωνεῖν σπυρίδα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀψῶνα
Headword (normalized):
ὀψῶνα
Headword (normalized/stripped):
οψωνα
IDX:
76375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76376
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀψῶνα·</span> <span class="foreign greek">τὴν πρὸς τὸ ὀψωνεῖν σπυρίδα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}