Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὀψινός
ὀψίον
ὀψιοπαίκτης
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
ὀψισπορέω
ὀψίσπορος
ὀψίτεκνος
ὀψιτέλεστος
ὀψιτέλευτος
View word page
ὀψιοπαίκτης
ὀψιοπαίκτης,
A). v. ὀφιοπ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀψιοπαίκτης
Headword (normalized):
ὀψιοπαίκτης
Headword (normalized/stripped):
οψιοπαικτης
IDX:
76326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76327
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀψιοπαίκτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀφιοπ-</span> .</div> </div><br><br>'}