Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτήσαντες
ἀνατιτραίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἄνατλος
ἀνατμήγω
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχάσαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατόλιος
View word page
ἄνατλος
ἄνατλος· ἀκρατής, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνατλος
Headword (normalized):
ἄνατλος
Headword (normalized/stripped):
ανατλος
IDX:
7629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7630
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄνατλος·</span> <span class="foreign greek">ἀκρατής,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}