Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀψαρτυτής
ὀψαρτυτικός
ὀψαρτύω
ὀψέ
ὀψείω
ὄψημα
ὀψημέρα
ὀψητήρ
ὄψι
ὀψία
ὀψιαίτερος
ὀψιανθέω
ὀψιανθής
ὀψιανὸς
ὀψιβλαστέω
ὀψιβλαστής
ὀψίβλαστος
ὀψιγαμέω
ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
View word page
ὀψιαίτερος
ὀψιαίτερος, ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀψιαίτερος
Headword (normalized):
ὀψιαίτερος
Headword (normalized/stripped):
οψιαιτερος
IDX:
76297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76298
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀψιαίτερος</span>, <span class="orth greek">ὀψιαίτατος</span>, Att. Comp. and Sup. of <span class="foreign greek">ὄψιος</span>.</div><br><br>'}