ἀνατλῆναι
ἀνα-τλῆναι, inf. of ἀνέτλην, aor. with no pres.: fut. ἀνατλήσομαι: also aor. 1 ἀνέτλησα Orac. ap.Lact. Inst. 4 :—
A). bear up against, endure, κήδε’ ἀνέτλης ; 14.47 ὀϊζύος ἣν ἀνέτλημεν 3.104 ; φάρμακ’ ἀνέτλη, i.e. resisted the strength of the magic drink, 10.327 ; πολύθρηνον αἰῶνα .. ἀνατλᾶσα Ag. 716 ; πατέρα .. οὐκ ἀνέτλατε OC 239 , etc.; πόλλ’ ἀνατλάς Pax 1035 ; τὴν εἱμαρμένην Tht. 169c ; τὰ προσήκοντα πάθη Grg. 525a : c. part., ἀνέτλην μογέουσα IG 14.1960 .