ὀχυρόω
ὀχῠρ-όω,
A). fortify, τοὺς λιμένας IG 22.834.14 (iii B. C.); πόλιν . 14 9.9 , AJ 12.7.7 ; τὰ στόματα τῶν ποταμῶν OGI 90.25 (Rosetta, ii B. C.); τείχη Je. 28(51).53 : metaph., τὸν τῆς εὐσεβείας λιμένα ib. 4 Ma. 13.7 :— Med., in act. sense, Cyr. 5.4.39 , :— Pass., 1.18.3 τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦται Ax. 371b , cf. OGI 90.22 (Rosetta, ii B. C.); πρόθυρα τείχεσι .. ὠχύρωτο Mu. 398a18 .
II). metaph., confirm, τὸ λεγόμενον Rh. 2.98
III). constrain, τοὺς πονηρούς ib. 148