Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀχλόλογος
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὄχμα
ὀχμάζω
ὀχμή
ὄχμος
ὄχνη
ὀχομένιον
ὄχος
ὀχός
ὀχρός
ὀχυροποιέομαι
ὀχυρός
View word page
ὄχμα
ὄχμα· πόρπημα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄχμα
Headword (normalized):
ὄχμα
Headword (normalized/stripped):
οχμα
IDX:
76257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76258
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄχμα·</span> <span class="foreign greek">πόρπημα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}