Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
ἀνατιτήσαντες
ἀνατιτραίνω
ἀνατιτράω
ἀνάτλημα
ἀνατλῆναι
ἄνατλος
ἀνατμήγω
ἀνατμητικός
ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχάσαι
ἀνατοιχέω
View word page
ἀνατιτήσαντες
ἀνατιτήσαντες· πληρώσαντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνατιτήσαντες
Headword (normalized):
ἀνατιτήσαντες
Headword (normalized/stripped):
ανατιτησαντες
IDX:
7624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνατιτήσαντες·</span> <span class="foreign greek">πληρώσαντες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}