Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὄχλησις
ὀχλητικός
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοισίαν
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλόκοπος
ὀχλοκρατία
ὀχλόλογος
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
ὄχλος
ὀχλοτερπής
ὀχλοχαρής
ὀχλώδης
ὄχμα
View word page
ὀχλόλογος
ὀχλό-λογος· κατάλογος λαοῦ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀχλόλογος
Headword (normalized):
ὀχλόλογος
Headword (normalized/stripped):
οχλολογος
IDX:
76247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀχλό-λογος·</span> <span class="foreign greek">κατάλογος λαοῦ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}