Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀχλεύω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλητικός
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοισίαν
ὀχλοκοπέω
ὀχλοκοπικός
ὀχλόκοπος
ὀχλοκρατία
ὀχλόλογος
ὀχλολοίδορος
ὀχλομανέω
ὀχλοποιέω
ὀχλοποίησις
ὀχλοπολιτεία
View word page
ὀχλοισίαν
ὀχλοισίαν· ἱκεσίαν, ἐκκλησίαν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀχλοισίαν
Headword (normalized):
ὀχλοισίαν
Headword (normalized/stripped):
οχλοισιαν
IDX:
76242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76243
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀχλοισίαν·</span> <span class="foreign greek">ἱκεσίαν, ἐκκλησίαν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}