ὀχλίζω
ὀχλ-ίζω,
A). move by a lever, heave up, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ’ ἀνέρε .. ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν ; 12.448 οὐκ ἂν τόν γε [θυρεὸν] δύω καὶ εἴκοσ’ ἄμαξαι .. ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν ; 9.242 [νήσους] ἐκ νεάτων ὤχλισσε Del. 33 ; νῆα διὲκ πέτρας , etc.: for 4.962 Al. 226 v. διοχλίζω .
II). ὀχλιζομένων: συναγομένων,