Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀχθώδης
ὀχί
ὀχλαγωγεύς
ὀχλαγωγέω
ὀχλαγωγία
ὀχλαγωγικός
ὀχλαγώγιον
ὀχλαγωγός
ὀχλάζω
ὀχλεύς
ὀχλεύω
ὀχλέω
ὄχλημα
ὀχληρία
ὀχληρός
ὄχλησις
ὀχλητικός
ὀχλίζω
ὀχλικός
ὀχλοάρεσκος
ὀχλοισίαν
View word page
ὀχλεύω
ὀχλ-εύω, = sq., Id.( Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀχλεύω
Headword (normalized):
ὀχλεύω
Headword (normalized/stripped):
οχλευω
IDX:
76232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀχλ-εύω</span>, = sq., Id.( Pass.).</div><br><br>'}