Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀχευτικός
ὀχεύτρια
ὀχεύω
ὀχέω
Ὀχεών
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὀχημάτιον
ὄχησις
ὀχθᾶσθαι
ὀχθέω
ὄχθη
ὄχθαν
ὀχθηρός
ὄχθησις
ὀχθίζω
ὄχθοιβος
ὄχθος
ὀχθοφύλαξ
ὀχθώδης
View word page
ὀχθᾶσθαι
ὀχθᾶσθαι· ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀχθᾶσθαι
Headword (normalized):
ὀχθᾶσθαι
Headword (normalized/stripped):
οχθασθαι
IDX:
76212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀχθᾶσθαι·</span> <span class="foreign greek">ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}