Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀφρυώδης
ὀφρύωσις
ὄχᾰ
ὀχάνη
ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὄχεσφι
ὀχεταγωγέω
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχέτιον
ὄχετλον
View word page
ὄχεσφι
ὄχεσφι
,
ὄχ-σφιν
, Ep. dat. pl. of
ὄχος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὄχεσφι
Headword (normalized):
ὄχεσφι
Headword (normalized/stripped):
οχεσφι
IDX:
76185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76186
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄχεσφι</span>, <span class="orth greek">ὄχ-σφιν</span>, Ep. dat. pl. of <span class="foreign greek">ὄχος</span>.</div><br><br>'}