Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνάταξις
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσω
ἀνατατικός
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατεταμένον
ἀνατεταμένως
ἀνατήκω
ἀνάτηξις
ἀνατί
ἀνατίθημι
ἀνατίκτω
ἀνατιμάω
ἀνατιναγμός
ἀνατινάσσω
ἀνατιταίνω
View word page
ἀνατεταμένον
ἀνατεταμένον, τό , ἐλξίνη, Ps.- Dsc. 4.39 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνατεταμένον
Headword (normalized):
ἀνατεταμένον
Headword (normalized/stripped):
ανατεταμενον
IDX:
7613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7614
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνατεταμένον</span>, <span class="gen greek">τό</span> <span class="foreign greek">, ἐλξίνη,</span> Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.39 </span>.</div><br><br>'}