Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμοστατήρ
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμώρυχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιδεύειν
ὀφίδιον
ὀφιηβοσίη
ὀφιῆτις
ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
ὀφιογένιον
ὀφιόδειρος
ὀφιόδηκτος
ὀφιοδιώκτης
ὀφιοειδής
View word page
ὀφιδεύειν
ὀφιδεύειν· σχολάζειν, διατρίβειν, ὀκνεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀφιδεύειν
Headword (normalized):
ὀφιδεύειν
Headword (normalized/stripped):
οφιδευειν
IDX:
76122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀφιδεύειν·</span> <span class="foreign greek">σχολάζειν, διατρίβειν, ὀκνεῖν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}