Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμοκλέπτης
ὀφθαλμοπονέω
ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμοστατήρ
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμώρυχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιδεύειν
ὀφίδιον
ὀφιηβοσίη
ὀφιῆτις
View word page
ὀφθαλμοστατήρ
ὀφθαλμο-στᾰτήρ
,
ῆρος
,
ὁ
, a surgical instrument,
Hermes
38.283
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀφθαλμοστατήρ
Headword (normalized):
ὀφθαλμοστατήρ
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμοστατηρ
IDX:
76115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76116
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀφθαλμο-στᾰτήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a surgical instrument, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 38.283 </span>.</div><br><br>'}