Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οὔτι1
οὔτι2
οὔτι3
οὔτις
οὐτίς
οὔτοι
οὗτος
οὕτως
οὑτωτρόπως
οὐφέλλαν
οὐφίδρωμα
οὕφις
οὐχ
οὑχῖνος
ὄφ
ὀφείλεια
ὀφειλέσιον
ὀφειλέτης
ὀφειλέω
ὀφειλή
ὀφείλημα
View word page
οὐφίδρωμα
οὐφίδρωμα·
τοῦ σάγματος ἡ πρὸς τῇ πλευρᾷ διφθέρα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οὐφίδρωμα
Headword (normalized):
οὐφίδρωμα
Headword (normalized/stripped):
ουφιδρωμα
IDX:
76061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-76062
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οὐφίδρωμα·</span> <span class="foreign greek">τοῦ σάγματος ἡ πρὸς τῇ πλευρᾷ διφθέρα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}