οὖρον2
οὖρον (B), τό,
A). limit, range, δίσκου οὖρα , cf. 23.431 δίσκουρα; ὅσσον τ’ ἐπὶ οὖρα πέλονται ἡμιόνων, αἱ γάρ τε βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι νειοῖο βαθείης πηκτὸν ἄροτρον the range of mules, i.e. the breadth of land ploughed in a day by mules, the length of the furrow being fixed, 10.351 : so in sg., ὅσσον τ’ ἐν νειῷ οὖρον πέλει ἡμιόνοιιν, τόσσον ὑπεκπροθέων ; later, simply, 8.124 boundaries, in pl., . 2.795