ἀνασχετός
ἀνα-σχετός, Ep. ἀνσχετός, όν,
A). endurable, : mostly with negat., 119 οῡ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται ; 2.63 πεσεῖν .. πτώματ’ οὐκ ἀ. Pr. 919 ; φρέμματ’ ούκ ἀ. Th. 182 ; so with a question expecting a negative answer, S Ph. 987 : οὐκ ἀ. [ἐστι], c. acc. et inf., , cf. 1.207 3.81 , 8.142 ; ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀ. Tr. 721 , cf. OC 1652 ; οὐκ ἀ. ποιεῖσθαί τι : abs., 7.163 οὐκέτι ἀ. ἐποιοῦντο . 1.118