Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οὐλαφηφόρος
οὔλαφος
οὐλέω
οὐλή1
οὐλή2
οὐλιαζόεις
οὔλιγξ
οὔλιμος
οὔλιος
οὐλίριος
οὐλοβάται
οὐλοβόρος
οὐλοδέτης
οὐλόθριξ
οὐλότριχος
οὐλόθυμος
οὐλοθυσία
οὐλοθυτέω
οὐλοκάρηνος
οὐλοκέρως
οὐλοκέφαλος
View word page
οὐλοβάται
οὐλοβάται· οἱ κολοβοί, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οὐλοβάται
Headword (normalized):
οὐλοβάται
Headword (normalized/stripped):
ουλοβαται
IDX:
75826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75827
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οὐλοβάται·</span> <span class="foreign greek">οἱ κολοβοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}