οὐένετος
οὐένετος, η, ον, Lat.
A). venetus, of the faction of the Blues in the chariot races, Tab. Defix. Aud. 234.5 (Carthage, ii/iii A. D.):—also οὐενετιανός, ib. 237.6 ; cf. βένετος, βενετιανός:—also οὐενέτιος, ον , στολή , 61.6 77.10 .