Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οὐδεπώποτε
οὐδέτερος
οὐδετέρωθεν
οὐδετέρωθι
οὐδετέρωσε
οὐδέτις
οὐ8
οὐδήεις
οὐ9
οὐ10
οὐδοπότερος
οὐδός
οὐδός
οὐδοστισοῦν
οὐδραία
Οὑδυσσεύς
οὐδών
οὐένετος
οὐετερανός
οὔθα
οὖθαρ
View word page
οὐδοπότερος
οὐδοπότερος,
A). v. ὁπότερος . οὐδοποτέρωσε, v. ὁποτέρωσε . οὐδοπωσοῦν, οὐδοπωστιοῦν, v. ὁπωσοῦν .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οὐδοπότερος
Headword (normalized):
οὐδοπότερος
Headword (normalized/stripped):
ουδοποτερος
IDX:
75781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οὐδοπότερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁπότερος</span> . <span class="orth greek">οὐδοποτέρωσε</span>, v. <span class="ref greek">ὁποτέρωσε</span> . <span class="orth greek">οὐδοπωσοῦν</span>, <span class="orth greek">οὐδοπωστιοῦν</span>, v. <span class="ref greek">ὁπωσοῦν</span> .</div> </div><br><br>'}