Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀτόστυλλος
ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὄτρεα
ὀτρηρός
ὄτριχες
ὀτρυγηφάγος
ὀτρυντήρ
ὀτρυντικός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὄττα
ὄτταβος
ὀττεία
ὄττεο
ὀττεύομαι
ὅττι
ὄττις
View word page
ὀτρυντήρ
ὀτρυν-τήρ·
κῆρυξ, κελευστής, σαλπιγκτήρ
,
Hsch.
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ὀτρυντήρ
Headword (normalized):
ὀτρυντήρ
Headword (normalized/stripped):
οτρυντηρ
IDX:
75712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75713
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀτρυν-τήρ·</span> <span class="foreign greek">κῆρυξ, κελευστής, σαλπιγκτήρ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}