Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀτλέω
ὄτλημα
ὀτλήμων
ὄτλος
ὀτοβέω
ὄτοβος
ὀτόστυλλος
ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὄτρεα
ὀτρηρός
ὄτριχες
ὀτρυγηφάγος
ὀτρυντήρ
ὀτρυντικός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὄττα
View word page
ὄτρα
ὄτρα· ἡ τοῦ ἀλέκτορος οὐρά, Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
ὄτρα
Headword (normalized):
ὄτρα
Headword (normalized/stripped):
οτρα
IDX:
75706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75707
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄτρα·</span> <span class="foreign greek">ἡ τοῦ ἀλέκτορος οὐρά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}