Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὅταμπερ
ὅταν
ὅτε1
ὅτε2
ὀτεῖος
ὅτεο
ὄτερος
ὁτῆμος
ὅ3
ὅτῐ
ὀτιαφόροι
ὀτὶς
ὁτιή
ὁτιοῦν
ὀτλεύω
ὀτλέω
ὄτλημα
ὀτλήμων
ὄτλος
ὀτοβέω
ὄτοβος
View word page
ὀτιαφόροι
ὀτιαφόροι· οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται·


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
ὀτιαφόροι
Headword (normalized):
ὀτιαφόροι
Headword (normalized/stripped):
οτιαφοροι
IDX:
75691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀτιαφόροι·</span> <span class="foreign greek">οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται·</span> </div><br><br>'}