Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρειον
ὄστρεον
ὀστρεώδης
ὄστριμον
ὀστρῖνος
ὀστρίτης
ὀστρύα
ὀστώδης
ὄσυρις
ὄσφρα
ὀσφράδιον
ὀσφραίνομαι
ὄσφρανσις
ὀσφραντέον
ὀσφραντήριος
ὀσφραντικός
ὀσφραντός
ὀσφρασία
ὄσφρησις
View word page
ὄσυρις
ὄσυρις,
A). v. ὄσιρις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄσυρις
Headword (normalized):
ὄσυρις
Headword (normalized/stripped):
οσυρις
IDX:
75655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75656
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄσυρις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄσιρις</span> .</div> </div><br><br>'}