Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀστρακίς
ὀστρακισμός
ὀστρακίτης
ὀστρακόδερμος
ὀστρακόεις
ὀστρακοκονία
ὄστρακον
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόρινος
ὀστρακοῦς
ὀστρακοφορέω
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρακόω
ὀστρακώδης
ὀστρειακός
ὀστρέϊνος
ὀστρειογραφής
ὄστρειον
ὄστρεον
View word page
ὀστρακοῦς
ὀστρακοῦς,
A). v. ὀστρακόεις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀστρακοῦς
Headword (normalized):
ὀστρακοῦς
Headword (normalized/stripped):
οστρακους
IDX:
75638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75639
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀστρακοῦς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀστρακόεις</span> .</div> </div><br><br>'}