Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀστοκατεάκτης
ὀστοκλάστης
ὀστοκόπος
ὀστοκοπώδης
ὀστοκόραξ
ὀστολογέω
ὀστολογία
ὀστολόγος
ὀστομάχιον
ὀστοποιητικός
ὀστοῦν
ὀστοφαγέω
ὀστοφανέω
ὀστοφυής
ὀστρακᾶς
ὀστράκεος
ὀστρακεύς
ὀστρακηρός
ὀστρακίας
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
View word page
ὀστοῦν
ὀστοῦν, τό, Att. contr. for ὀστέον (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀστοῦν
Headword (normalized):
ὀστοῦν
Headword (normalized/stripped):
οστουν
IDX:
75615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-75616
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀστοῦν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Att. contr. for <span class="foreign greek">ὀστέον</span> (q.v.).</div><br><br>'}